κεντροαφρικανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεντροαφρικανικός | η | κεντροαφρικανική | το | κεντροαφρικανικό |
| γενική | του | κεντροαφρικανικού | της | κεντροαφρικανικής | του | κεντροαφρικανικού |
| αιτιατική | τον | κεντροαφρικανικό | την | κεντροαφρικανική | το | κεντροαφρικανικό |
| κλητική | κεντροαφρικανικέ | κεντροαφρικανική | κεντροαφρικανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεντροαφρικανικοί | οι | κεντροαφρικανικές | τα | κεντροαφρικανικά |
| γενική | των | κεντροαφρικανικών | των | κεντροαφρικανικών | των | κεντροαφρικανικών |
| αιτιατική | τους | κεντροαφρικανικούς | τις | κεντροαφρικανικές | τα | κεντροαφρικανικά |
| κλητική | κεντροαφρικανικοί | κεντροαφρικανικές | κεντροαφρικανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεντροαφρικανικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική centrafricain, κεντρο- + αφρικανικός.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /cen.dɾo.a.fɾi.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντρο‐α‐φρι‐κα‐νι‐κός
Επίθετο
κεντροαφρικανικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται στην κεντρική Αφρική
- που σχετίζεται με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία
Αναφορές
- κεντροαφρικανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.