κεντροαφρικανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντροαφρικανικός η κεντροαφρικανική το κεντροαφρικανικό
      γενική του κεντροαφρικανικού της κεντροαφρικανικής του κεντροαφρικανικού
    αιτιατική τον κεντροαφρικανικό την κεντροαφρικανική το κεντροαφρικανικό
     κλητική κεντροαφρικανικέ κεντροαφρικανική κεντροαφρικανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντροαφρικανικοί οι κεντροαφρικανικές τα κεντροαφρικανικά
      γενική των κεντροαφρικανικών των κεντροαφρικανικών των κεντροαφρικανικών
    αιτιατική τους κεντροαφρικανικούς τις κεντροαφρικανικές τα κεντροαφρικανικά
     κλητική κεντροαφρικανικοί κεντροαφρικανικές κεντροαφρικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεντροαφρικανικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική centrafricain, κεντρο- + αφρικανικός.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /cen.dɾo.a.fɾi.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεντροαφρικανικός

Επίθετο

κεντροαφρικανικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται στην κεντρική Αφρική
  2. που σχετίζεται με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.