κελαϊδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κελαϊδισμός | οι | κελαϊδισμοί |
| γενική | του | κελαϊδισμού | των | κελαϊδισμών |
| αιτιατική | τον | κελαϊδισμό | τους | κελαϊδισμούς |
| κλητική | κελαϊδισμέ | κελαϊδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κελαϊδισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.