εμμελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμμελής | η | εμμελής | το | εμμελές |
| γενική | του | εμμελούς* | της | εμμελούς | του | εμμελούς |
| αιτιατική | τον | εμμελή | την | εμμελή | το | εμμελές |
| κλητική | εμμελή(ς) | εμμελής | εμμελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμμελείς | οι | εμμελείς | τα | εμμελή |
| γενική | των | εμμελών | των | εμμελών | των | εμμελών |
| αιτιατική | τους | εμμελείς | τις | εμμελείς | τα | εμμελή |
| κλητική | εμμελείς | εμμελείς | εμμελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμμελής < αρχαία ελληνική ἐμμελής < ἐν + μέλος (μελωδία)
Επίθετο
εμμελής, -ής, -ές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.