εμμελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμμελής η εμμελής το εμμελές
      γενική του εμμελούς* της εμμελούς του εμμελούς
    αιτιατική τον εμμελή την εμμελή το εμμελές
     κλητική εμμελή(ς) εμμελής εμμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμμελείς οι εμμελείς τα εμμελή
      γενική των εμμελών των εμμελών των εμμελών
    αιτιατική τους εμμελείς τις εμμελείς τα εμμελή
     κλητική εμμελείς εμμελείς εμμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμμελής < αρχαία ελληνική ἐμμελής < ἐν + μέλος (μελωδία)

Επίθετο

εμμελής, -ής, -ές

  1. που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλους
     συνώνυμα: αρμονικός
  2. (μουσική) μελωδικός, εύηχος, με σωστό ήχο
    η εμμελής απαγγελία των Ευαγγελίων στις ακολουθίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.