κεκαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεκαρμένος | η | κεκαρμένη | το | κεκαρμένο |
| γενική | του | κεκαρμένου | της | κεκαρμένης | του | κεκαρμένου |
| αιτιατική | τον | κεκαρμένο | την | κεκαρμένη | το | κεκαρμένο |
| κλητική | κεκαρμένε | κεκαρμένη | κεκαρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεκαρμένοι | οι | κεκαρμένες | τα | κεκαρμένα |
| γενική | των | κεκαρμένων | των | κεκαρμένων | των | κεκαρμένων |
| αιτιατική | τους | κεκαρμένους | τις | κεκαρμένες | τα | κεκαρμένα |
| κλητική | κεκαρμένοι | κεκαρμένες | κεκαρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεκαρμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκαρμένος
Μετοχή
κεκαρμένος
- (καθαρεύουσα, λόγιο) κουρεμένος
- ↪ Ήδη την περίοδο του Μεταξά, οι μαθητές που τον χαιρετούσαν φασιστικά ήταν "εν χρω κεκαρμένοι". Το κούρεμα αυτό στα σχολεία συχνά αναφέρεται και ως "κούρεμα στον άσο", κάτι που παραπέμπει και στο αγγλικό "zero haircut". (Κούρεμα με την ψιλή στη Βικιπαίδεια
)
- ↪ Ήδη την περίοδο του Μεταξά, οι μαθητές που τον χαιρετούσαν φασιστικά ήταν "εν χρω κεκαρμένοι". Το κούρεμα αυτό στα σχολεία συχνά αναφέρεται και ως "κούρεμα στον άσο", κάτι που παραπέμπει και στο αγγλικό "zero haircut". (Κούρεμα με την ψιλή στη Βικιπαίδεια
- (στρατιωτικός όρος) (παρωχημένο) νεοσύλλεκτος
- ↪ Το πιο γνωστό από τα έργα του Νίκου Κάσδαγλη είναι οι Κεκαρμένοι, το οποίο έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κεκαρμένος | ἡ | κεκαρμένη | τὸ | κεκαρμένον |
| γενική | τοῦ | κεκαρμένου | τῆς | κεκαρμένης | τοῦ | κεκαρμένου |
| δοτική | τῷ | κεκαρμένῳ | τῇ | κεκαρμένῃ | τῷ | κεκαρμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | κεκαρμένον | τὴν | κεκαρμένην | τὸ | κεκαρμένον |
| κλητική ὦ! | κεκαρμένε | κεκαρμένη | κεκαρμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κεκαρμένοι | αἱ | κεκαρμέναι | τὰ | κεκαρμένᾰ |
| γενική | τῶν | κεκαρμένων | τῶν | κεκαρμένων | τῶν | κεκαρμένων |
| δοτική | τοῖς | κεκαρμένοις | ταῖς | κεκαρμέναις | τοῖς | κεκαρμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | κεκαρμένους | τὰς | κεκαρμένᾱς | τὰ | κεκαρμένᾰ |
| κλητική ὦ! | κεκαρμένοι | κεκαρμέναι | κεκαρμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεκαρμένω | τὼ | κεκαρμένᾱ | τὼ | κεκαρμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | κεκαρμένοιν | τοῖν | κεκαρμέναιν | τοῖν | κεκαρμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.