κουρεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρεμένος η κουρεμένη το κουρεμένο
      γενική του κουρεμένου της κουρεμένης του κουρεμένου
    αιτιατική τον κουρεμένο την κουρεμένη το κουρεμένο
     κλητική κουρεμένε κουρεμένη κουρεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρεμένοι οι κουρεμένες τα κουρεμένα
      γενική των κουρεμένων των κουρεμένων των κουρεμένων
    αιτιατική τους κουρεμένους τις κουρεμένες τα κουρεμένα
     κλητική κουρεμένοι κουρεμένες κουρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρεύω

Μετοχή

κουρεμένος, -η, -ο

  1. που έχει κουρευτεί
    κουρεμένα πρόβατα

Εκφράσεις

  • πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος: γι' αυτόν που προσπάθησε να βγάλει κάποιο κέρδος ή άλλο όφελος, βγήκε όμως ζημιωμένος
  • κουρεμένο γίδι: λέγεται για κάποιον που τον κούρεψαν άσχημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.