καυχησιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυχησιολογία οι καυχησιολογίες
      γενική της καυχησιολογίας των καυχησιολογιών
    αιτιατική την καυχησιολογία τις καυχησιολογίες
     κλητική καυχησιολογία καυχησιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καυχησιολογία < καύχηση + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

καυχησιολογία θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.