καυχησιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καυχησιολογία | οι | καυχησιολογίες |
| γενική | της | καυχησιολογίας | των | καυχησιολογιών |
| αιτιατική | την | καυχησιολογία | τις | καυχησιολογίες |
| κλητική | καυχησιολογία | καυχησιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καυχησιολογία θηλυκό
- το να καυχιέται κάποιος, να περιαυτολογεί, να κομπάζει για χαρίσματα ή κατορθώματα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα)
Συγγενικά
- καυχησιολόγημα
- καυχησιολόγος
- καυχησιολογώ
- → δείτε τις λέξεις καυχιέμαι και λέγω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.