καυχησιολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καυχησιολογώ < καυχησιο(λόγος) + -λογώ. Αναλύεται σε (αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα) καύχησι(ς) (καύχηση) + -ο- + -λογώ

Ρήμα

καυχησιολογώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • καυχώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.