καυχησιολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καυχησιολογώ < καυχησιο(λόγος) + -λογώ. Αναλύεται σε (αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα) καύχησι(ς) (καύχηση) + -ο- + -λογώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καυχησιολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καυχησιολογώ | καυχησιολογούσα | θα καυχησιολογώ | να καυχησιολογώ | καυχησιολογώντας | |
| β' ενικ. | καυχησιολογείς | καυχησιολογούσες | θα καυχησιολογείς | να καυχησιολογείς | (καυχησιολόγει) | |
| γ' ενικ. | καυχησιολογεί | καυχησιολογούσε | θα καυχησιολογεί | να καυχησιολογεί | ||
| α' πληθ. | καυχησιολογούμε | καυχησιολογούσαμε | θα καυχησιολογούμε | να καυχησιολογούμε | ||
| β' πληθ. | καυχησιολογείτε | καυχησιολογούσατε | θα καυχησιολογείτε | να καυχησιολογείτε | καυχησιολογείτε | |
| γ' πληθ. | καυχησιολογούν(ε) | καυχησιολογούσαν(ε) | θα καυχησιολογούν(ε) | να καυχησιολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καυχησιολόγησα | θα καυχησιολογήσω | να καυχησιολογήσω | καυχησιολογήσει | ||
| β' ενικ. | καυχησιολόγησες | θα καυχησιολογήσεις | να καυχησιολογήσεις | καυχησιολόγησε | ||
| γ' ενικ. | καυχησιολόγησε | θα καυχησιολογήσει | να καυχησιολογήσει | |||
| α' πληθ. | καυχησιολογήσαμε | θα καυχησιολογήσουμε | να καυχησιολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | καυχησιολογήσατε | θα καυχησιολογήσετε | να καυχησιολογήσετε | καυχησιολογήστε | ||
| γ' πληθ. | καυχησιολόγησαν καυχησιολογήσαν(ε) |
θα καυχησιολογήσουν(ε) | να καυχησιολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καυχησιολογήσει | είχα καυχησιολογήσει | θα έχω καυχησιολογήσει | να έχω καυχησιολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καυχησιολογήσει | είχες καυχησιολογήσει | θα έχεις καυχησιολογήσει | να έχεις καυχησιολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καυχησιολογήσει | είχε καυχησιολογήσει | θα έχει καυχησιολογήσει | να έχει καυχησιολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καυχησιολογήσει | είχαμε καυχησιολογήσει | θα έχουμε καυχησιολογήσει | να έχουμε καυχησιολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καυχησιολογήσει | είχατε καυχησιολογήσει | θα έχετε καυχησιολογήσει | να έχετε καυχησιολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καυχησιολογήσει | είχαν καυχησιολογήσει | θα έχουν καυχησιολογήσει | να έχουν καυχησιολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
καυχησιολογώ
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- καυχώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.