ζεματιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεματιστός η ζεματιστή το ζεματιστό
      γενική του ζεματιστού της ζεματιστής του ζεματιστού
    αιτιατική τον ζεματιστό τη ζεματιστή το ζεματιστό
     κλητική ζεματιστέ ζεματιστή ζεματιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεματιστοί οι ζεματιστές τα ζεματιστά
      γενική των ζεματιστών των ζεματιστών των ζεματιστών
    αιτιατική τους ζεματιστούς τις ζεματιστές τα ζεματιστά
     κλητική ζεματιστοί ζεματιστές ζεματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζεματιστός < ζεματίζω

Επίθετο

ζεματιστός -ή -ό

  • που ζεματάει, που δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις επειδή είναι υπερβολικά ζεστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.