κατορθωμάκιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατορθωμάκιν < κατόρθωμ(αν) + υποκοριστικό επίθημα -άκιν. Ανώμαλος σχηματισμός από μετρική ανάγκη, αντί για κατορθωματ- + -άκιν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

κατορθωμάκιν ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.