κατορθόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
κατορθόω
- στήνω κάτι όρθιο
- ανεγείρω
- (μεταφορικά) κάνω κάτι σωστά, το φέρνω στο σωστό δρόμο, επαναφέρω στην ορθή κατεύθυνση
- επιτυγχάνω
- νικώ
Συγγενικά
- κατόρθωμα
- κατόρθωσις
- το κατωρθοῦν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.