κατορθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.toɾˈθo.no/
Ρήμα
κατορθώνω (παθητική φωνή: (σπάνιο) κατορθώνεται (απρόσωπο))
Συγγενικά
- ακατόρθωτο
- ακατόρθωτος
- κατόρθωμα
- κατορθωτός
- → δείτε τις λέξεις κατά και ορθός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατορθώνω | κατόρθωνα | θα κατορθώνω | να κατορθώνω | κατορθώνοντας | |
| β' ενικ. | κατορθώνεις | κατόρθωνες | θα κατορθώνεις | να κατορθώνεις | κατόρθωνε | |
| γ' ενικ. | κατορθώνει | κατόρθωνε | θα κατορθώνει | να κατορθώνει | ||
| α' πληθ. | κατορθώνουμε | κατορθώναμε | θα κατορθώνουμε | να κατορθώνουμε | ||
| β' πληθ. | κατορθώνετε | κατορθώνατε | θα κατορθώνετε | να κατορθώνετε | κατορθώνετε | |
| γ' πληθ. | κατορθώνουν(ε) | κατόρθωναν κατορθώναν(ε) |
θα κατορθώνουν(ε) | να κατορθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατόρθωσα | θα κατορθώσω | να κατορθώσω | κατορθώσει | ||
| β' ενικ. | κατόρθωσες | θα κατορθώσεις | να κατορθώσεις | κατόρθωσε | ||
| γ' ενικ. | κατόρθωσε | θα κατορθώσει | να κατορθώσει | |||
| α' πληθ. | κατορθώσαμε | θα κατορθώσουμε | να κατορθώσουμε | |||
| β' πληθ. | κατορθώσατε | θα κατορθώσετε | να κατορθώσετε | κατορθώστε | ||
| γ' πληθ. | κατόρθωσαν κατορθώσαν(ε) |
θα κατορθώσουν(ε) | να κατορθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατορθώσει | είχα κατορθώσει | θα έχω κατορθώσει | να έχω κατορθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατορθώσει | είχες κατορθώσει | θα έχεις κατορθώσει | να έχεις κατορθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατορθώσει | είχε κατορθώσει | θα έχει κατορθώσει | να έχει κατορθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατορθώσει | είχαμε κατορθώσει | θα έχουμε κατορθώσει | να έχουμε κατορθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατορθώσει | είχατε κατορθώσει | θα έχετε κατορθώσει | να έχετε κατορθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατορθώσει | είχαν κατορθώσει | θα έχουν κατορθώσει | να έχουν κατορθώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.