αλογοκλέφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλογοκλέφτης οι αλογοκλέφτες
      γενική του αλογοκλέφτη των αλογοκλεφτών
    αιτιατική τον αλογοκλέφτη τους αλογοκλέφτες
     κλητική αλογοκλέφτη αλογοκλέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλογοκλέφτης < άλογο + -ο- + κλέφτης

Ουσιαστικό

αλογοκλέφτης αρσενικό

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.