ζωοκλέφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζωοκλέφτης | οι | ζωοκλέφτες |
| γενική | του | ζωοκλέφτη | των | ζωοκλεφτών |
| αιτιατική | τον | ζωοκλέφτη | τους | ζωοκλέφτες |
| κλητική | ζωοκλέφτη | ζωοκλέφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζωοκλέφτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.