κατραμόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατραμόχαρτο τα κατραμόχαρτα
      γενική του κατραμόχαρτου των κατραμόχαρτων
    αιτιατική το κατραμόχαρτο τα κατραμόχαρτα
     κλητική κατραμόχαρτο κατραμόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατραμόχαρτο < κατράμ(ι) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

κατραμόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.