tar

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

tar < αρχαίο αγγλικό teru

Ουσιαστικό

tar (en)

  1. πίσσα

Ετυμολογία

tar < συντομευμένη μορφή του tape archive

Ουσιαστικό

tar (en)

  1. (πληροφορική) πρόγραμμα για λήψη αντιγράφων αρχείων που χρησιμοποιείται στο UNIX
  2. (πληροφορική) το αρχείο που παράγεται από ένα τέτοιο πρόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.