κατατεμαχισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατατεμαχισμός | οι | κατατεμαχισμοί |
| γενική | του | κατατεμαχισμού | των | κατατεμαχισμών |
| αιτιατική | τον | κατατεμαχισμό | τους | κατατεμαχισμούς |
| κλητική | κατατεμαχισμέ | κατατεμαχισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατατεμαχισμός < κατατεμαχίζω + -μός < μεσαιωνική ελληνική κατατεμαχίζω < κατα- + (ελληνιστική κοινή) τεμαχίζω < αρχαία ελληνική τέμαχος < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.te.ma.xiˈzmos/
Ουσιαστικό
κατατεμαχισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατατεμαχίζω
- ο τεμαχισμός σε πολλά μικρότερα κομμάτια
- ≈ συνώνυμα: κατακομμάτιασμα
- ο χωρισμός μιας μεγάλης έκτασης σε μικρότερες
- ο τεμαχισμός σε πολλά μικρότερα κομμάτια
- (πληροφορική) hash: το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης κατατεμαχισμού (hash function)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.