hash

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈhæʃ/
 

Ουσιαστικό

hash (en)

  1. (τυπογραφία) το σύμβολο #
     συνώνυμα: hash character, hash mark, hash symbol, hashtag, number sign, octothorpe, pound, pound sign
  2. (πληροφορική) κατατεμαχισμός, τιμή κατατεμαχισμού, κωδικός κατατεμαχισμού
     συνώνυμα: hash code, hash value
  3. (μαθηματικά) το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης κατατεμαχισμού

  • (τυπογραφία) δεν πρέπει να συγχέεται με την δίεση (♯)
  • hash στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Hash, εικόνες στα Wikimedia Commons
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.