τέμαχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τεμᾰχεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | τέμαχος | τὰ | τεμάχη & τεμάχεᾰ | |
| γενική | τοῦ | τεμάχους & τεμάχεος |
τῶν | τεμαχῶν & τεμαχέων | |
| δοτική | τῷ | τεμάχει & τεμάχεῐ̈ |
τοῖς | τεμάχεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | τέμαχος | τὰ | τεμάχη & τεμάχεα | |
| κλητική ὦ! | τέμαχος | τεμάχη & τεμάχεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεμάχει & τεμάχεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τεμαχοῖν & τεμαχέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
τέμαχος, -εος/ους ουδέτερο
- φέτα (τεμάχιο) ψαριού
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 92.27
- μέλανδρυς δὲ τῶν μεγίστων θύννων εἶδός ἐστιν ... καί ἐστι τὰ τεμάχη αὐτοῦ λιπαρώτερα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 92.27
Αναφορές
- τεμάχιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τέμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.