κατακλυσμιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακλυσμιαίος η κατακλυσμιαία το κατακλυσμιαίο
      γενική του κατακλυσμιαίου της κατακλυσμιαίας του κατακλυσμιαίου
    αιτιατική τον κατακλυσμιαίο την κατακλυσμιαία το κατακλυσμιαίο
     κλητική κατακλυσμιαίε κατακλυσμιαία κατακλυσμιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακλυσμιαίοι οι κατακλυσμιαίες τα κατακλυσμιαία
      γενική των κατακλυσμιαίων των κατακλυσμιαίων των κατακλυσμιαίων
    αιτιατική τους κατακλυσμιαίους τις κατακλυσμιαίες τα κατακλυσμιαία
     κλητική κατακλυσμιαίοι κατακλυσμιαίες κατακλυσμιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατακλυσμιαίος < κατακλυσμός + -ιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diluvien)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.kli.zmiˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακλυσμιαίος

Επίθετο

κατακλυσμιαίος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.