κατακλυσμιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

κατακλυσμιαίο

  1. κατακλυσμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

κατακλυσμιαίο, ουδέτερο του κατακλυσμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.