καταιονητήρ

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταιονητήρ οἱ καταιονητῆρες
      γενική τοῦ καταιονητῆρος τῶν καταιονητήρων
      δοτική τῷ καταιονητῆρι τοῖς καταιονητῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν καταιονητῆρα τοὺς καταιονητῆρας
     κλητική ! καταιονητήρ καταιονητῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταιονητήρ (μαρτυρείται από το 1879) [1] < ελληνιστική κοινή καταιονάω / καταιονῶ, καταιονη- + -τήρ

Ουσιαστικό

καταιονητήρ, -ῆρος αρσενικό

Αναφορές

  1. σελ. 524, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.