ντους
Νέα ελληνικά (el)

Ένα ντους (συσκευή)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdus/
Ουσιαστικό
ντους ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή στην οποία εκτοξέυεται νερό με πίεση για το πλύσιμο του σώματος κάποιου
- το πλύσιμο του σώματος, το μπάνιο, καταιόνηση, καταιονισμός
- ↪ Επειδή σήμερα ίδρωσα πολύ, θα κάνω ένα ντους.
Αναφορές
- ντους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.