pursuit

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pursuit (en)

  1. η επιδίωξη, το κυνήγι, η αναζήτηση
    the pursuit of wealth - το κυνήγι του πλούτου
  2. η καταδίωξη
  3. η ενασχόληση, το χόμπι με το οποίο κάποιος ασχολείται τακτικά
  4. (αθλητισμός) πουρσουίτ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.