pursuit
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
pursuit
(en)
η
επιδίωξη
, το
κυνήγι
, η
αναζήτηση
↪
the
pursuit
of wealth - το
κυνήγι
του πλούτου
η
καταδίωξη
η
ενασχόληση
, το
χόμπι
με το οποίο κάποιος ασχολείται τακτικά
(
αθλητισμός
)
πουρσουίτ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.