καταδιώξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταδιώξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδιώκω
  2. θα καταδιώξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδιώκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταδιώξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταδίωξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.