fragmentation

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

fragmentation (fr) θηλυκό

Αγγλικά (en)

Αναπαράσταση του κατακερματισμού (fragmentation) των αρχείων (κάθε αρχείο διαφορετικό χρώμα) όταν αποθηκεύονται και αμέσως ακολουθεί η αναπαράσταση της ανασυγκρότησης (defragmentation)

Ετυμολογία

fragmentation < fragment + -ation

Ουσιαστικό

fragmentation (en)

  1. o κατακερματισμός, o θρυμματισμός, η διάσπαση
  2. (πληροφορική) ο κατακερματισμός, ενός αρχείου όταν δεν είναι δυνατό να αποθηκευτεί σε συνεχόμενα τμήματα μνήμης
     αντώνυμα: defragmentation

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • fragment
  • fragmented
  • fragmenting
  • fragmentize

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.