fragmentation
Αγγλικά (en)

Αναπαράσταση του κατακερματισμού (fragmentation) των αρχείων (κάθε αρχείο διαφορετικό χρώμα) όταν αποθηκεύονται και αμέσως ακολουθεί η αναπαράσταση της ανασυγκρότησης (defragmentation)
Ετυμολογία
- fragmentation < fragment + -ation
Ουσιαστικό
fragmentation (en)
- o κατακερματισμός, o θρυμματισμός, η διάσπαση
- (πληροφορική) ο κατακερματισμός, ενός αρχείου όταν δεν είναι δυνατό να αποθηκευτεί σε συνεχόμενα τμήματα μνήμης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- fragment
- fragmented
- fragmenting
- fragmentize
-
fragmentation στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.