καρστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρστικός η καρστική το καρστικό
      γενική του καρστικού της καρστικής του καρστικού
    αιτιατική τον καρστικό την καρστική το καρστικό
     κλητική καρστικέ καρστική καρστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρστικοί οι καρστικές τα καρστικά
      γενική των καρστικών των καρστικών των καρστικών
    αιτιατική τους καρστικούς τις καρστικές τα καρστικά
     κλητική καρστικοί καρστικές καρστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρστικός < καρστ + -ικός (ή < γαλλικά karstique)

Επίθετο

καρστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.