καρστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρστικός | η | καρστική | το | καρστικό |
| γενική | του | καρστικού | της | καρστικής | του | καρστικού |
| αιτιατική | τον | καρστικό | την | καρστική | το | καρστικό |
| κλητική | καρστικέ | καρστική | καρστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρστικοί | οι | καρστικές | τα | καρστικά |
| γενική | των | καρστικών | των | καρστικών | των | καρστικών |
| αιτιατική | τους | καρστικούς | τις | καρστικές | τα | καρστικά |
| κλητική | καρστικοί | καρστικές | καρστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καρστικός
- (γεωλογία) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε διάβρωση και αποσάθρωση πετρωμάτων από νερό
- Καρστικοί σχηματισμοί είναι τα σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.