καρστικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρστικοποίηση | οι | καρστικοποιήσεις |
| γενική | της | καρστικοποίησης* | των | καρστικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | καρστικοποίηση | τις | καρστικοποιήσεις |
| κλητική | καρστικοποίηση | καρστικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καρστικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καρστικοποίηση θηλυκό
- (γεωλογία) η διαδικασία αποσάθρωσης και διάβρωσης πετρωμάτων από το νερό και άλλους παράγοντες
Μεταφράσεις
καρστικοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.