αποσάθρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσάθρωση | οι | αποσαθρώσεις |
| γενική | της | αποσάθρωσης* | των | αποσαθρώσεων |
| αιτιατική | την | αποσάθρωση | τις | αποσαθρώσεις |
| κλητική | αποσάθρωση | αποσαθρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσαθρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσάθρωση < αποσαθρώνω + -ση
Ουσιαστικό
αποσάθρωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποσαθρώνω
- (γεωλογία) η σταδιακή αποσύνθεση και αλλοίωση πετρωμάτων και άλλων υλικών με την επίδραση διαφόρων παραγόντων (άνεμος, νερό, πάγος κ.ά)
- (μεταφορικά) η ηθική, πολιτική, κοινωνική ή άλλη διάβρωση και καταστροφή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποσαθρώνω και σαθρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.