ζυμαρικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζυμαρικό | τα | ζυμαρικά |
| γενική | του | ζυμαρικού | των | ζυμαρικών |
| αιτιατική | το | ζυμαρικό | τα | ζυμαρικά |
| κλητική | ζυμαρικό | ζυμαρικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζυμαρικό ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ζυμαρικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_by_David_Adam_Kess_(pic.2).jpg.webp)