καρδάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρδάρα | οι | καρδάρες |
| γενική | της | καρδάρας | των | καρδαρών |
| αιτιατική | την | καρδάρα | τις | καρδάρες |
| κλητική | καρδάρα | καρδάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καρδάρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.