ἀμολγεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμολγεύς | οἱ | ἀμολγεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | ἀμολγέως | τῶν | ἀμολγέων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀμολγεῖ | τοῖς | ἀμολγεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀμολγέᾱ | τοὺς | ἀμολγέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀμολγεῦ | ἀμολγεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμολγεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμολγέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀμολγεύς < ἀμέλγω
Ουσιαστικό
ἀμολγεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- καρδάρα για το γάλα
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Βουκολιασταί: Δάφνις και Μενάλκας, στιχ. 87 (85-87)
- αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι, | τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακτρά τοι αἶγα, | ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ.»
- Κι αν θες εκεί που βόσκομε, κι εμένα να με μάθεις, | μ᾽ εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα, | που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα».
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι, | τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακτρά τοι αἶγα, | ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ.»
- ≈ συνώνυμα: αρχαία ελληνικά πέλλα, λατινικά mulctra
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Βουκολιασταί: Δάφνις και Μενάλκας, στιχ. 87 (85-87)
Πηγές
- ἀμολγεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμολγεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.