καρατομημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρατομημένος | η | καρατομημένη | το | καρατομημένο |
| γενική | του | καρατομημένου | της | καρατομημένης | του | καρατομημένου |
| αιτιατική | τον | καρατομημένο | την | καρατομημένη | το | καρατομημένο |
| κλητική | καρατομημένε | καρατομημένη | καρατομημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρατομημένοι | οι | καρατομημένες | τα | καρατομημένα |
| γενική | των | καρατομημένων | των | καρατομημένων | των | καρατομημένων |
| αιτιατική | τους | καρατομημένους | τις | καρατομημένες | τα | καρατομημένα |
| κλητική | καρατομημένοι | καρατομημένες | καρατομημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.to.miˈme.nos/
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καρατομημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.