καπόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπόνι τα καπόνια
      γενική του καπονιού των καπονιών
    αιτιατική το καπόνι τα καπόνια
     κλητική καπόνι καπόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καπόνι (Chelidonichthys obscurus)

Ετυμολογία

καπόνι <

Ουσιαστικό

καπόνι ουδέτερο

  1. (ψάρι) επίμηκες ψάρι με πλατύ και μεγάλο κεφάλι (Chelidonichthys obscurus: Χελιδωνιχθύς ο σκοτεινός)
  2. (ζωολογία) ευνουχισμένος κόκορας (με ιδιαίτερη εκτροφή)
  3. (ναυτικός όρος) πρωραίο ξύλινο δοκάρι των ιστιοφόρων για την ανέλκυση της άγκυρας
  4. (ναυτικός όρος) μεταλλικός καμπυλόσχημος στρεπτός στύλος που έφεραν παλαιότερα, κατά ζεύγη, τα πλοία, για την ανέλκυση - καθέλκυση λέμβων ή άλλων μικρών φορτίων
     συνώνυμα: επωτίδα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  3. καπόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.