ευνουχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευνουχισμένος | η | ευνουχισμένη | το | ευνουχισμένο |
| γενική | του | ευνουχισμένου | της | ευνουχισμένης | του | ευνουχισμένου |
| αιτιατική | τον | ευνουχισμένο | την | ευνουχισμένη | το | ευνουχισμένο |
| κλητική | ευνουχισμένε | ευνουχισμένη | ευνουχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευνουχισμένοι | οι | ευνουχισμένες | τα | ευνουχισμένα |
| γενική | των | ευνουχισμένων | των | ευνουχισμένων | των | ευνουχισμένων |
| αιτιατική | τους | ευνουχισμένους | τις | ευνουχισμένες | τα | ευνουχισμένα |
| κλητική | ευνουχισμένοι | ευνουχισμένες | ευνουχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευνουχίζω
Μεταφράσεις
ευνουχισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.