επωτίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επωτίδα | οι | επωτίδες |
| γενική | της | επωτίδας | των | επωτίδων |
| αιτιατική | την | επωτίδα | τις | επωτίδες |
| κλητική | επωτίδα | επωτίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επωτίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπωτίδες (αμάρτυρος ο ενικός *ἐπωτίς) < ἐπί + οὖς, γενική ὠτός
Ουσιαστικό
επωτίδα ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- (λόγιο, ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) μεταλλική κατασκευή που φέρεται ανά ζεύγος, για την ένθεση, εξαίρεση - ανακρέμαση, καθέλκυση και ανέλκυση των σωσιβίων λέμβων των πλοίων.
- ↪ επωτίδες άγκυρας, επωτίδες λέμβου
Συνώνυμα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.