καπηλεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καπηλεύω < κάπηλος

Ουσιαστικό

καπηλεύω

  1. είμαι μικροπωλητής, κερδίζω κάνοντας εμπόριο
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι
  3. διαφθείρω, εξευτελίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.