καπηλεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καπηλεῖον | τὰ | καπηλεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | καπηλείου | τῶν | καπηλείων |
| δοτική | τῷ | καπηλείῳ | τοῖς | καπηλείοις |
| αιτιατική | τὸ | καπηλεῖον | τὰ | καπηλεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | καπηλεῖον | καπηλεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καπηλείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καπηλείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπηλεῖον < καπηλ(εύω) + -εῖον < κάπηλος
Ουσιαστικό
καπηλεῖον ουδέτερο
- εργαστήριο / κατάστημα / μαγαζί του κάπηλου
- ταβέρνα, οινοπωλείο, καπηλειό
Πηγές
- καπηλεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καπηλεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.