earnest
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- σοβαρότητα, ειλικρίνεια
- φιλοτιμία
- καπάρο, προκαταβολή κλεισίματος συμφωνίας
- σύμβολο υπόσχεσης-συμφωνίας, δείγμα, ένδειξη, σύμβολο όρκου
- πρόγευση
- το να είναι κάποιος/κάτι εργώδης, επίπονος
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.