earnest

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. σοβαρότητα, ειλικρίνεια
  2. φιλοτιμία
  3. καπάρο, προκαταβολή κλεισίματος συμφωνίας
  4. σύμβολο υπόσχεσης-συμφωνίας, δείγμα, ένδειξη, σύμβολο όρκου
  5. πρόγευση
  6. το να είναι κάποιος/κάτι εργώδης, επίπονος

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.