καντάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καντάρι | τα | καντάρια |
| γενική | του | κανταριού | των | κανταριών |
| αιτιατική | το | καντάρι | τα | καντάρια |
| κλητική | καντάρι | καντάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καντάρι < (αντιδάνειο) οθωμανική τουρκική قنطار (kantar) (τουρκική kantar) < αραβική قِنْطَار (qinṭār, βάρος εκατό μονάδων) < ελληνιστική κεντηνάριον (μονάδα βάρους, ίση με 100 λίτρες χρυσού) < λατινική centēnārius < centum (εκατό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kanˈda.ɾi/
Ουσιαστικό
καντάρι ουδέτερο
Συγγενικά
- κανταράκι [1]
- κανταρτζής
- κανταριστής
Εκφράσεις
- ρίχνει καντάρια : βρέχει πάρα πολύ
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καντάρι λάχανα πόσους ντολμάδες βγάζει: ειρωνική έκφραση (αφού, φυσικά, δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί ο αριθμός των ντολμάδων με βάση το βάρος του λάχανου)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Βλ. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 218-219.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.