στατήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στατήρας οι στατήρες
      γενική του στατήρα των στατήρων
    αιτιατική τον στατήρα τους στατήρες
     κλητική στατήρα στατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στατήρας < αρχαία ελληνική στατήρ

Ουσιαστικό

στατήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 218-219.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.