κανταριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανταριστής οι κανταριστές
      γενική του κανταριστή των κανταριστών
    αιτιατική τον κανταριστή τους κανταριστές
     κλητική κανταριστή κανταριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανταριστής < καντάρ(ι) + -ιστής

Ουσιαστικό

κανταριστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.