κανναβάτσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανναβάτσο | τα | κανναβάτσα |
| γενική | του | κανναβάτσου | των | κανναβάτσων |
| αιτιατική | το | κανναβάτσο | τα | κανναβάτσα |
| κλητική | κανναβάτσο | κανναβάτσα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανναβάτσο < μεσαιωνική ελληνική καναβάτσον < ιταλική canavaccio < λατινική cannabis / canapa < αρχαία ελληνική κάνναβις (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
κανναβάτσο ουδέτερο
Εκφράσεις
- τον έριξε στο κανναβάτσο: τον νίκησε (κυριολεκτικά ή μεταφορικά· κι όχι μόνο σε αγώνες πυγμαχίας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.