κανάκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κανάκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | κανάκια | ||
| κλητική | κανάκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανάκια < μεσαιωνική ελληνική κανάκια, πληθυντικός αριθμός του κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή
Ουσιαστικό
κανάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) χάδια και (κατ’ επέκταση) φροντίδα και περιποίηση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κανάκια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.