κανίβαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανίβαλος | οι | κανίβαλοι |
| γενική | της | κανιβάλου | των | κανιβάλων |
| αιτιατική | την | κανίβαλο | τις | κανιβάλους |
| κλητική | κανίβαλε | κανίβαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κανίβαλος | οι | κανίβαλοι |
| γενική | του | κανίβαλου | των | κανίβαλων |
| αιτιατική | τον | κανίβαλο | τους | κανίβαλους |
| κλητική | κανίβαλε | κανίβαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈni.va.los/
Ουσιαστικό
κανίβαλος αρσενικό ή θηλυκό[3]
- αυτός που επιδίδεται σε κανιβαλισμό
- (συνεκδοχικά) το ζώο που τρέφεται από ζώα του είδους του
- (κυριολεκτικά) ή (μεταφορικά) που ενισχύεται καταστρέφοντας ή απορροφώντας άτομα του είδους τους
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που φέρεται με σκληρότητα και θηριώδη τρόπο
Συγγενικά
- κανιβαλίζω
- κανιβαλικός
- κανιβαλισμός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κανίβαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.