Καμηλιέρης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καμηλιέρης < επάγγελμα καμηλιέρης ή προέλευσης από την ιταλική Camilleri (ιταλικό επώνυμο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.miˈʎe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μη‐λιέ‐ρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kamilieris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.