καλοφαγάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλοφαγάς οι καλοφαγάδες
      γενική του καλοφαγά των καλοφαγάδων
    αιτιατική τον καλοφαγά τους καλοφαγάδες
     κλητική καλοφαγά καλοφαγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοφαγάς < καλο- + φαγ- (τρώω).[1] Μορφολογικά, καλο- + φαγάς

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo.faˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοφαγάς

Ουσιαστικό

καλοφαγάς αρσενικό (θηλυκό καλοφαγού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.