καλοφαγού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοφαγού | οι | καλοφαγούδες |
| γενική | της | καλοφαγούς | των | καλοφαγούδων |
| αιτιατική | την | καλοφαγού | τις | καλοφαγούδες |
| κλητική | καλοφαγού | καλοφαγούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλοφαγού < καλοφαγ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.faˈɣu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐φα‐γού
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καλοφαγάς
καλοφαγού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.