καλοφάγι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλοφάγι | τα | καλοφάγια |
| γενική | του | καλοφαγιού | των | καλοφαγιών |
| αιτιατική | το | καλοφάγι | τα | καλοφάγια |
| κλητική | καλοφάγι | καλοφάγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καλοφάγι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό)το καλό φαγητό
- ※ Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν. Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. (Αργύρης Εφταλιώτης, Μαζώχτρα, 1900)
Μεταφράσεις
καλοφάγι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.