καλοφάγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλοφάγι τα καλοφάγια
      γενική του καλοφαγιού των καλοφαγιών
    αιτιατική το καλοφάγι τα καλοφάγια
     κλητική καλοφάγι καλοφάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοφάγι < καλός + -ο- + φαγί

Ουσιαστικό

καλοφάγι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.