αριστοκρατικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αριστοκρατικά < αριστοκρατικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾi.sto.kɾa.tiˈka/
Μεταφράσεις
αριστοκρατικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αριστοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστοκρατικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.