καλοτρώγω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
καλοτρώγω
- τρώω καλά, απολαμβάνω τρώγοντας
- ※ Τώρα όμως έχω τα φρούρια των εχθρών , και δεν τους φοβούμαι , αλλά καλοτρώγω τα πράγματα εκείνων και πίνω τα των πολεμίων (Κύρου παιδεία και Κύρου ανάβασις, μεταφρασμένη υπό Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου, τόμος Α΄, Αθήνα, 1845 )
- ※ Το χαλβά τόν τρώγω και τον καλοτρώγω, αλλά τώρα δε θέλω χαλβά, θέλω κάτι άλλο. Θέλω να μου δώσης το κουτί του χαλβά, όταν αδειάση. (Κ. Φ. Σκόκου, Ημερολόγιο του 1914, )
Μεταφράσεις
καλοτρώγω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.